lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαφτίζω στα ουγγρική

Λέξη:
βαφτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
megkeresztel, megkeresztelni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική βαφτίζω, βαφτίζω στα ουγγρική, megkeresztel στα ελληνικά
βαφτίζω στα ουγγρική