lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακόπτης στα ουγγρική

Λέξη:
διακόπτης (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
kapcsoló, kikapcsoló
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική διακόπτης, διακόπτης φορτίου, διακόπτης τριών θέσεων, διακόπτης ρολών, διακόπτης ροής, διακόπτης κομμυτατέρ, διακόπτης στα ουγγρική, kapcsoló στα ελληνικά
διακόπτης στα ουγγρική