lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμφίβολος στα ουκρανικά

Λέξη:
αμφίβολος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
брудний, випадковий, двозначний, лівша, мнимий, невизначений, ненадійний, неоднозначний, неозначений, нестійкий, неясний, позірний, посилаються, підозрілий, сумнівний, тремтячий, тінистий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αμφίβολος, αμφίβολος συνώνυμο, αμφίβολος ορυκτό, αμφίβολος στα ουκρανικά, брудний στα ελληνικά
αμφίβολος στα ουκρανικά