lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναμμένος στα ουκρανικά

Λέξη:
αναμμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
завзятий, запопадливий, ревний, ретельний, старанний, щедрий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αναμμένος, αναμμένος στα ουκρανικά, завзятий στα ελληνικά
αναμμένος στα ουκρανικά