lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναμμένος στα τσεχική

Λέξη:
αναμμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (16):
dychtivý, horlivý, lačný, nenasytný, neúnavný, pilný, planoucí, přičinlivý, usilovný, vroucný, vytrvalý, vášnivý, zanícený, žhavý, žhoucí, žádostivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αναμμένος, αναμμένος στα τσεχική, dychtivý στα ελληνικά
αναμμένος στα τσεχική