lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναμμένος στα ρωσικά

Λέξη:
αναμμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (14):
алчный, горячий, истовый, пламенен, пламенный, прилежный, пылкий, пылок, ревностен, ревностный, рьян, рьяный, усерден, усердный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αναμμένος, αναμμένος στα ρωσικά, алчный στα ελληνικά
αναμμένος στα ρωσικά