lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναμμένος στα πορτογαλικά

Λέξη:
αναμμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
acérrimo, aplicado, ávido, cobiçoso, diligente, esmerado, fervoroso, sedento, sequioso, solícito
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αναμμένος, αναμμένος στα πορτογαλικά, acérrimo στα ελληνικά
αναμμένος στα πορτογαλικά