lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πληρώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
πληρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
custear, pagar, contribuir, remunerar, retribuir, satisfazer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πληρώνω, πληρώνω όσο πετάω, πληρώνω το τίμημα, πληρώνω το μάρμαρο, πληρώνω τη νύφη, πληρώνω τερζήσ, πληρώνω στα πορτογαλικά, custear στα ελληνικά
πληρώνω στα πορτογαλικά