lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απρόσεκτος στα ουκρανικά

Λέξη:
απρόσεκτος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (24):
бистрий, веселий, вогник, дитячий, запалити, запалювати, запаморочливий, засвітити, зухвалий, карколомний, легкий, легковажний, недбайливий, непохмурий, освітити, повітряний, поспішати, прудкий, світлий, світло, скоро, хутко, швидкий, швидко
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά απρόσεκτος, απρόσεκτοσ συχνά αδιάφοροσ ποτέ, απρόσεκτοσ κύκνοσ, απρόσεκτος συνώνυμο, απρόσεκτος συνώνυμα, απρόσεκτος στα αγγλικά, απρόσεκτος στα ουκρανικά, бистрий στα ελληνικά
απρόσεκτος στα ουκρανικά