lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απρόσεκτος στα πορτογαλικά

Λέξη:
απρόσεκτος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (18):
aturdido, desatinado, desavisado, desconsiderado, descuidado, despreocupado, distraído, frívolo, imprudente, inadvertido, incauto, inconsiderado, leve, leviano, ligeiro, tonto, versátil, vão
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά απρόσεκτος, απρόσεκτοσ συχνά αδιάφοροσ ποτέ, απρόσεκτοσ κύκνοσ, απρόσεκτος συνώνυμο, απρόσεκτος συνώνυμα, απρόσεκτος στα αγγλικά, απρόσεκτος στα πορτογαλικά, aturdido στα ελληνικά
απρόσεκτος στα πορτογαλικά