lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γκρινιάρης στα ουκρανικά

Λέξη:
γκρινιάρης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
кислуватий, сварливий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γκρινιάρης, γκρινιάρης συνώνυμο, γκρινιάρης στρουμφάκια, γκρινιάρης στα αγγλικά, γκρινιάρης ρόδος, γκρινιάρης παιχνίδι online, γκρινιάρης στα ουκρανικά, кислуватий στα ελληνικά
γκρινιάρης στα ουκρανικά