lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοκιμάζω στα λιθουανική

Λέξη:
δοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (17):
analizė, bandinys, bandymas, egzaminas, eksperimentas, esė, formulė, mėginys, pastanga, pastangos, patirtis, pavyzdys, rašinys, receptas, rūšis, tikrinti, tipas
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική δοκιμάζω, δοκιμάζω συνώνυμα, δοκιμάζω συνωνυμο, δοκιμάζω κουρέματα, δοκιμάζω στα λιθουανική, analizė στα ελληνικά
δοκιμάζω στα λιθουανική