lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττώνω στα αγγλικά

Λέξη:
ελαττώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (25):
abate, alleviate, decelerate, decline, decrease, decrement, deplete, detract, devastate, diminish, dwindle, ease, extenuate, lessen, minimize, prune, rebate, reduce, relax, remit, shorten, shrunk, subside, underplay, wane
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ελαττώνω, ελαττώνω συνωνυμα, ελαττώνω στα αγγλικα, ελαττώνω στα αγγλικά, abate στα ελληνικά
ελαττώνω στα αγγλικά