lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάβημα στα ουκρανικά

Λέξη:
διάβημα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
крок, крокувати, простувати, прямувати, темп, хода, шаг
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διάβημα, διάβημα των ηπα για την σύλληψη πασίγνωστου στελέχους της αριστεράς, διάβημα συνώνυμο, διάβημα συνώνυμα, διάβημα στα αγγλικα, διάβημα σημασία, διάβημα στα ουκρανικά, крок στα ελληνικά
διάβημα στα ουκρανικά