lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάβημα στα ουγγρική

Λέξη:
διάβημα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (5):
lépés, bánásmód, eljárás, lefolyás, viselkedésmód
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική διάβημα, διάβημα των ηπα για την σύλληψη πασίγνωστου στελέχους της αριστεράς, διάβημα συνώνυμο, διάβημα συνώνυμα, διάβημα στα αγγλικα, διάβημα σημασία, διάβημα στα ουγγρική, lépés στα ελληνικά
διάβημα στα ουγγρική