lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εισπνέω στα ουκρανικά

Λέξη:
εισπνέω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
вдихати, надихніть, надихнути, надихувати, натхнути
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εισπνέω, εισπνέω στα ουκρανικά, вдихати στα ελληνικά
εισπνέω στα ουκρανικά