lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εισπνέω στα ρωσικά

Λέξη:
εισπνέω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
вдыхать, воодушевлять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εισπνέω, εισπνέω στα ρωσικά, вдыхать στα ελληνικά
εισπνέω στα ρωσικά