lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εισπνέω στα τσεχική

Λέξη:
εισπνέω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
aspirovat, dýchat, inhalovat, inspirovat, nadechnout, nasát, nasávat, podnítit, podněcovat, vdechnout, vdechovat, vnuknout, vzbudit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εισπνέω, εισπνέω στα τσεχική, aspirovat στα ελληνικά
εισπνέω στα τσεχική