lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευρύχωρος στα ουκρανικά

Λέξη:
ευρύχωρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
багатотомний, бродячий, великий, вичерпний, всебічний, всеосяжний, довга, довгий, довго, довголітній, достатній, експансивний, місткий, обширний, повний, просторий, розширений, рясний, тривалий, широкий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ευρύχωρος, ευρύχωρος στα ουκρανικά, багатотомний στα ελληνικά
ευρύχωρος στα ουκρανικά