lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κριάρι στα ουκρανικά

Λέξη:
κριάρι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
баран, баране, барани, баранина, вівці, вівця, забивати, таран
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κριάρι, χρυσόμαλλο κριάρι, κριάρι ονειροκρίτης, κριάρι εναντίον μοτοσυκλετιστή, κριάρι (νάνος), κουνέλι κριάρι, κριάρι στα ουκρανικά, баран στα ελληνικά
κριάρι στα ουκρανικά