lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κριάρι στα σουηδικά

Λέξη:
κριάρι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (5):
bagge, får, gumse, ramm, bock
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά κριάρι, χρυσόμαλλο κριάρι, κριάρι ονειροκρίτης, κριάρι εναντίον μοτοσυκλετιστή, κριάρι (νάνος), κουνέλι κριάρι, κριάρι στα σουηδικά, bagge στα ελληνικά
κριάρι στα σουηδικά