lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μηχανικός στα ουκρανικά

Λέξη:
μηχανικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
інженер, інженере, водій, ділок, маніпулятор, машиніст, механік, слюсар, шофер
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μηχανικός, τεχνικός ασφαλείας, μηχανικός υπολογιστών, μηχανικός περιβάλλοντος εργασία, μηχανικός περιβάλλοντος, μηχανικός ορυκτών πόρων, μηχανικός στα ουκρανικά, інженер στα ελληνικά
μηχανικός στα ουκρανικά