lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παλαιός στα ουκρανικά

Λέξη:
παλαιός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
використовується, древній, задній, запізнілий, назад, переплести, переплітати, поважний, поношений, преподобний, підтримати, підтримувати, сивий, спина, спинка, старий, старовинний, шановний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά παλαιός, παλαιός των ημερών, παλαιός σιδηροδρομικός σταθμός δραπετσώνας, παλαιός παντελεήμονας καιρός, παλαιός παντελεήμονας διαμονή, παλαιός παντελεήμονας, παλαιός στα ουκρανικά, використовується στα ελληνικά
παλαιός στα ουκρανικά