lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παλαιός στα πορτογαλικά

Λέξη:
παλαιός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
ancestral, antigo, arcaico, arejo, velho, vetusto, chanca, idoso, velo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά παλαιός, παλαιός των ημερών, παλαιός σιδηροδρομικός σταθμός δραπετσώνας, παλαιός παντελεήμονας καιρός, παλαιός παντελεήμονας διαμονή, παλαιός παντελεήμονας, παλαιός στα πορτογαλικά, ancestral στα ελληνικά
παλαιός στα πορτογαλικά