lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πεινασμένος στα ουκρανικά

Λέξη:
πεινασμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
голодний, жадібний, зголоднілий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πεινασμένος, πεινασμένος συνόνυμα, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, πεινασμένος στα ουκρανικά, голодний στα ελληνικά
πεινασμένος στα ουκρανικά