lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πεινασμένος στα τσεχική

Λέξη:
πεινασμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (3):
dychtivý, hladový, vyhladovělý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πεινασμένος, πεινασμένος συνόνυμα, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, πεινασμένος στα τσεχική, dychtivý στα ελληνικά
πεινασμένος στα τσεχική