lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πεινασμένος στα ουγγρική

Λέξη:
πεινασμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
éhes, kiéhezett
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική πεινασμένος, πεινασμένος συνόνυμα, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, πεινασμένος στα ουγγρική, éhes στα ελληνικά
πεινασμένος στα ουγγρική