lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολίζω στα γερμανικά

Λέξη:
στολίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
ausschmücken, schmücken, zieren, verschönern, beschönigen, verschönen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά στολίζω, στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λαμπάδες, στολίζω στα γερμανικά, ausschmücken στα ελληνικά
στολίζω στα γερμανικά