lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σέβομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
σέβομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
поважати, уважати, шанувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σέβομαι, σέβομαι τους νεκρούς και όταν ακόμη είναι ζωντανοί, σέβομαι τον εαυτό μου, σέβομαι τη διαφορετικότητα, σέβομαι συνώνυμα, σέβομαι στα αρχαία, σέβομαι στα ουκρανικά, поважати στα ελληνικά
σέβομαι στα ουκρανικά