lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σοκάκι στα ουκρανικά

Λέξη:
σοκάκι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
алея, дорога, путь, вуличка, перевулок, провулок, стежка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σοκάκι, το σοκάκι, σοκάκι χερσονησος, σοκάκι συνώνυμα, σοκάκι ναύπλιο, σοκάκι καρπενήσι, σοκάκι στα ουκρανικά, алея στα ελληνικά
σοκάκι στα ουκρανικά