lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στέμμα στα ουκρανικά

Λέξη:
στέμμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
корона, крона, віденець, вінець, вінків, вінок, вінце, гірлянда, коронувати, маківка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στέμμα, στέμμα χειρογράφων, στέμμα του αγίου στεφάνου, στέμμα του ήλιου, στέμμα στα αγγλικά, στέμμα πριγκίπισσας, στέμμα στα ουκρανικά, корона στα ελληνικά
στέμμα στα ουκρανικά