lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στέμμα στα λευκορωσίας

Λέξη:
στέμμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
карона, вянец, вянок, завяршэнне
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας στέμμα, στέμμα χειρογράφων, στέμμα του αγίου στεφάνου, στέμμα του ήλιου, στέμμα στα αγγλικά, στέμμα πριγκίπισσας, στέμμα στα λευκορωσίας, карона στα ελληνικά
στέμμα στα λευκορωσίας