lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στρώμα στα ουκρανικά

Λέξη:
στρώμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (32):
банк, берег, вал, верства, виступ, галузь, день, доба, займатися, карниз, край, матрац, мій, насип, область, обшивка, палуба, пласт, покриття, прошарок, пушинка, район, регіон, рудник, складка, сфера, сінник, товщина, формація, частувати, шар, шахта
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στρώμα, στρώμα ύπνου, στρώμα υπόστρωμα, στρώμα μωρού, στρώμα κούνιας, στρώμα καλαθούνας, στρώμα στα ουκρανικά, банк στα ελληνικά
στρώμα στα ουκρανικά