lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στρώμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
στρώμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
camada, capa, coberta, colchão, colocar, convés, estrato, filão, lençol, mano, película, poente
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά στρώμα, στρώμα ύπνου, στρώμα υπόστρωμα, στρώμα μωρού, στρώμα κούνιας, στρώμα καλαθούνας, στρώμα στα πορτογαλικά, camada στα ελληνικά
στρώμα στα πορτογαλικά