lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φλογερός στα ουκρανικά

Λέξη:
φλογερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
буйний, вогненний, гарячий, жагливий, жагучий, жаркий, завзятий, запопадливий, зловісний, насильний, насильницький, огненний, палкий, пекучий, пристрасний, ревний, ретельний, сильний, старанний, страсний, щедрий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φλογερός, φλογερός στα ουκρανικά, буйний στα ελληνικά
φλογερός στα ουκρανικά