lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φλογερός στα τσεχική

Λέξη:
φλογερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (18):
dychtivý, horlivý, hořící, lačný, nenasytný, neúnavný, pilný, planoucí, přičinlivý, usilovný, vroucný, vytrvalý, vznětlivý, vášnivý, zanícený, žhavý, žhoucí, žádostivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική φλογερός, φλογερός στα τσεχική, dychtivý στα ελληνικά
φλογερός στα τσεχική