lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φλογερός στα πορτογαλικά

Λέξη:
φλογερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
acérrimo, aplicado, brioso, cobiçoso, diligente, esmerado, fervoroso, fogoso, saliente, sedento, sequioso, solícito, veemente, ávido
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά φλογερός, φλογερός στα πορτογαλικά, acérrimo στα ελληνικά
φλογερός στα πορτογαλικά