καύσιμος στα αγγλικά καύσιμος στα τσεχική καύσιμος στα γερμανικά καύσιμος στα ισπανικά καύσιμος στα γαλλικά καύσιμος στα ιταλικά καύσιμος στα νορβηγικά καύσιμος στα ρωσικά καύσιμος στα σουηδικά καύσιμος στα πορτογαλικά καύσιμος στα σλοβακική καύσιμος στα ουκρανικά
απόφαση στα ουκρανικά απλός στα τσεχική άρδευση στα φινλανδικά έχω στα σλοβενική σέλα στα νορβηγικά
σέλα velo απόφαση υπαγωγής ωφελούμενων στο πρόγραμμα «εξοικονόμηση κατ’ οίκον» απλός ενεστώτας στα αγγλικά άρδευση ορισμός έχω αμκα