lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καύσιμος στα ρωσικά

Λέξη:
καύσιμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
горючий, огнестрельный, сгораемый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά καύσιμος, καύσιμος στα ρωσικά, горючий στα ελληνικά
καύσιμος στα ρωσικά