καύσιμος στα αγγλικά καύσιμος στα τσεχική καύσιμος στα γερμανικά καύσιμος στα ισπανικά καύσιμος στα γαλλικά καύσιμος στα ιταλικά καύσιμος στα νορβηγικά καύσιμος στα ρωσικά καύσιμος στα πορτογαλικά καύσιμος στα σλοβακική καύσιμος στα ουκρανικά καύσιμος στα πολωνική
δέρνω στα ουκρανικά στέγαση στα φινλανδικά εξωτερικός στα πορτογαλικά άνθρακας στα ιταλικά σαγηνεύω στα ουκρανικά
άνθρακας+ενέργεια δέρνω συνώνυμα σαγηνεύω ετυμολογία εξωτερικός φωτισμός στέγαση φοιτητών