lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καύσιμος στα σουηδικά

Λέξη:
καύσιμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (3):
antändbar, antändlig, brännbar
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά καύσιμος, καύσιμος στα σουηδικά, antändbar στα ελληνικά
καύσιμος στα σουηδικά