lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απεριόριστος στα πορτογαλικά

Λέξη:
απεριόριστος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
desmedido, desmesurado, enorme, ilimitado, infinito
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά απεριόριστος, απεριόριστος στα πορτογαλικά, desmedido στα ελληνικά
απεριόριστος στα πορτογαλικά