lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απεριόριστος στα γερμανικά

Λέξη:
απεριόριστος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
bodenlos, grenzenlos, maßlos, schrankenlos, unerledigt
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά απεριόριστος, απεριόριστος στα γερμανικά, bodenlos στα ελληνικά
απεριόριστος στα γερμανικά