lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απεριόριστος στα αγγλικά

Λέξη:
απεριόριστος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (9):
all-embracing, boundless, immeasurable, immense, implicit, limitless, limpness, unbounded, unlimited
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά απεριόριστος, απεριόριστος στα αγγλικά, all-embracing στα ελληνικά
απεριόριστος στα αγγλικά