lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατύχημα στα πορτογαλικά

Λέξη:
ατύχημα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
acidente, acontecimento, acrescimento, averba, azar, caso, evento, incidente, lance, sinistro, sucedido, vez
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ατύχημα, ατύχημα του σουμάχερ, ατύχημα στο dragster, ατύχημα στα τέμπη, ατύχημα σουμάχερ, ατύχημα ονειροκριτης, ατύχημα στα πορτογαλικά, acidente στα ελληνικά
ατύχημα στα πορτογαλικά