lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατύχημα στα ουγγρική

Λέξη:
ατύχημα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (6):
meghibásodás, üzemzavar, baleset, esemény, eset, incidens
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ατύχημα, ατύχημα του σουμάχερ, ατύχημα στο dragster, ατύχημα στα τέμπη, ατύχημα σουμάχερ, ατύχημα ονειροκριτης, ατύχημα στα ουγγρική, meghibásodás στα ελληνικά
ατύχημα στα ουγγρική