εφευρίσκω στα αγγλικά εφευρίσκω στα τσεχική εφευρίσκω στα γερμανικά εφευρίσκω στα δανική εφευρίσκω στα ισπανικά εφευρίσκω στα γαλλικά εφευρίσκω στα ιταλικά εφευρίσκω στα ρωσικά εφευρίσκω στα αλβανικά εφευρίσκω στα λευκορωσίας εφευρίσκω στα φινλανδικά εφευρίσκω στα κροατικά εφευρίσκω στα ουγγρική εφευρίσκω στα ουκρανικά εφευρίσκω στα πολωνική εφευρίσκω στα νορβηγικά εφευρίσκω στα σουηδικά
εντός στα ουκρανικά κατοχή στα ουκρανικά ιθαγενής στα ρουμανική διάσταση στα ουκρανικά ιατρός στα πορτογαλικά