lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ηλίθιος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ηλίθιος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
absurdo, disparatado, estúpido, idiota, imbecil, insano, ridículo, risível, tolo, tonto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ηλίθιος, ηλίθιοσ ακροπόλ, ηλίθιος συνώνυμα, ηλίθιος ντοστογιέφσκι υποθεση, ηλίθιος ντοστογιέφσκι αποσπασμα, ηλίθιος ντοστογιέφσκι, ηλίθιος στα πορτογαλικά, absurdo στα ελληνικά
ηλίθιος στα πορτογαλικά