lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπερδεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
μπερδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
atrapalhar, balear, baralhar, confundir, interferir, mesclar, mexer, mistura, misturar, perturbar, revolver
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μπερδεύω, μπερδεύω τις λέξεις, μπερδεύω την γλωσσα μου, μπερδεύω τα λόγια μου, μπερδεύω συνώνυμο, μπερδεύω στα αγγλικα, μπερδεύω στα πορτογαλικά, atrapalhar στα ελληνικά
μπερδεύω στα πορτογαλικά