lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πληρώνω στα γερμανικά

Λέξη:
πληρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
bezahlen, zahlen, abführen, quittieren, entrichten, büßen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πληρώνω, πληρώνω όσο πετάω, πληρώνω το τίμημα, πληρώνω το μάρμαρο, πληρώνω τη νύφη, πληρώνω τερζήσ, πληρώνω στα γερμανικά, bezahlen στα ελληνικά
πληρώνω στα γερμανικά