lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πληγώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
πληγώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
estropear, ferir, lacerar, lastimar, limiar, mutilar, vulnerar, lesionar, ofender
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πληγώνω, πληγώνω συνωνυμα, πληγώνω γαλλικά, πληγώνω στα πορτογαλικά, estropear στα ελληνικά
πληγώνω στα πορτογαλικά